top of page

Ηλίας Δημητρόπουλος, ο δικός μας ...«μπάρμπα-Λιάς»

Μετά την απόγνωση στο Κένεντι, ακολούθησε η επιτυχία

 

 

                                                                                                                                                                             Συνέντευξη στον «Εθνικό Κήρυκα» 30 Μαρτίου 2008.
                                                                                                                                                                                                                         Του Σταύρου Μαρμαρινού.


                                                                                     

                                                                                   Ήταν 15 Ιουλίου 1970, ημέρα Τετάρτη, όταν ο Ηλίας Δημητρόπουλος έφτασε στο αεροδρόμιο Κένεντι με τη                                                                              γυναίκα του και τα δύο μικρά παιδιά του. Στα χέρια τους ήταν τέσσερις βαλίτσες και στην τσέπη 250 δολάρια,                                                                                  όλα κι όλα. Η συμφωνία με το γραφείο που τον έστειλε από την Αθήνα, ήταν να εργαστεί ως τεχνίτης ηλεκτρολόγος                                                                            σε κάποιο εργοστάσιο που θα παραλάμβανε αυτόν και μία άλλη οικογένεια, μόλις έφταναν. 
                                                                         «Τρομοκρατηθήκαμε, όταν κανένας δεν ήλθε να μας συναντήσει» είπε στον «Εθνικό Κήρυκα». «Ήμασταν μαζί με                                                                              τα παιδιά και τις γυναίκες σε μια ξένη χώρα που δεν την ξέραμε, με λίγα λεφτά στην τσέπη, χωρίς να έχουμε που να                                                                             πάμε μη ξέροντας τη γλώσσα να μιλήσουμε». 
                                                                          Για τον κ. Δημητρόπουλο εκείνες οι στιγμές ήταν από τις χειρότερες της ζωής μου. «Θόλωσε το μυαλό μου. Δεν                                                                                ξέραμε τι να κάνουμε … είχαμε φτάσει σε απόγνωση, γιατί πέρασαν ώρες και κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να έλθει να                                                                            μας βρει». 


Ξαφνικά ένα χέρι τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη. Γύρισε και είδε έναν παλιό του φίλο, τον Ηλία Τριανταφύλλου, που πέθανε πριν από λίγους μήνες. Του εξήγησε τι έπαθε. Ο φίλος του, του είπε ότι  δυστυχώς πολλοί συμπατριώτες ήλθαν από την Ελλάδα και έπαθαν τα ίδια. Ήταν κάποια γραφεία μετανάστευσης στην Αθήνα, που έπαιρναν χρήματα και κορόιδευαν τον κόσμο.
«Το καλό είναι ότι στο αεροδρόμιο, οι υπάλληλοι του Ιμιγκρέσιον μας  έδωσαν την πράσινη κάρτα. Αλλά βρεθήκαμε ολομόναχοι  μέσα σε μια πόλη χάος και δεν είχαμε δουλειά», είπε ο κ. Δημητρόπουλος. 
Η περιπέτεια του κ. Δημητρόπουλου, τη γυναίκα και τα δύο μικρά του παιδιά στην Αμερική, είχε μόλις αρχίσει. Γεμάτα περιπέτεια, όμως και κινδύνους ήταν και α παιδικά του χρόνια στην Ελλάδα. 
Ο Κ. Δημητρόπουλος γεννήθηκε στο χωριό Πέρσαινα του Νομού Ηλείας. Ήταν ένα από τα έξι παιδιά στην οικογένεια του  και στην Αμερική, είναι ο μόνος από το χωριό του, είπε. Ο πατέρας του, Κωνσταντίνος, ήταν αγρότης, αλλά και μικροέμπορος και για περισσότερα από 25 χρόνια είχε διατελέσει πρόεδρος του χωριού. 
Αφού τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο στην Πέρσαινα, πήγε για τρία χρόνια στο Αστικό Ημιγυμνάσιο στο χωριό Δούκα. 
«Για να πάω σχολείο μου, μαζί με άλλα δύο παιδιά περπατούσα ξυπόλητος επί μιάμιση ώρα κάθε πρωί και άλλη μιάμιση ώρα επιστρέφοντας στο σπίτι», είπε. «Περπατούσαμε ράχες, ρεματιές και χωματόδρομους, κρατώντας από ένα ξύλο στο χέρι  ο καθένας, γιατί υπήρχαν φίδια στο δρόμο, επειδή η περιοχή ήταν άγρια και έχει πολλά νερά». Ο ένας από  τους δύο συμμαθητές του, ο Νίκος Αργυρακόπουλος, έγινε αργότερα ιερέας και πέθανε πριν χρόνια, ενώ ο άλλος ο Κωνσταντίνος  σήμερα είναι συνταξιούχος.  «Μία γυναίκα στο σχολείο μαγείρευε σε ένα μεγάλο καζάνι και το φαγητό που μας έδιναν,   από φασόλια, ρεβίθια και άλλα όσπρια, ήταν χαλασμένα και είχαν σκουλήκια μέσα, αλλά τι να κάνουμε; Τα τρώγαμε, αφού δεν υπήρχε τίποτε άλλο… είπε».

5530379_orig.jpg
3825575.jpg
2503757.jpg

Ο κ. Δημητρόπουλος θυμάται τα σκληρά χρόνια της κατοχής με τους Γερμανοϊταλούς και την περίοδο του ανταρτοπόλεμου. Κάποια μέρα είχε περάσει από το χωριό μια ομάδα ανταρτών. Ο αδερφός της μητέρας του, Ηλίας Τόλιος, ήταν ανθυπολοχαγός στο μέτωπο της Αλβανίας. «Πέρασε και τον πήρε μια ομάδα με τον Λαδά και μαζί τους πήγα και εγώ εθελοντικά», είπε ο κ. Δημητροπούλος». Πήγα για να τους δείξω κάποιο δρόμο, επειδή ο θείος μου ήταν από ένα άλλο χωριό που το λένε Βίλιζα, δύο ώρες πιο μακριά, αλλά τελικά τους ακολούθησα κι εγώ για ένα εξάμηνο». 
Ο μικρός Ηλίας ήταν τότε 14 χρονών περίπου. Οι αντάρτες αυτοί ήταν δεξιοί και αποτελούσαν το τάγμα υ συνταγματάρχη Δημητρίου Ψάρρου. 
«Πήγα μαζί τους μέχρι το Κλίμα Ευρυτανίας και από εκεί με έστειλαν για σύνδεσμο, στην Ανατολική Φραγκιτσα της Ευρυτανίας και στην Βίγκιανη, για να δώσω ένα γράμμα στο Τάγμα του αριστερού Άρη Βελουχιώτη», συνέχισε ο κ. Δημητρόπουλος. 
«Όμως όταν έφτασα στη  Φραγκίτσα, με έπιασα κάποιος αντάρτης και με έψαξε. Δεν είχα όπλο, αλλά μου βρήκε την επιστολή και μου την πήρε. Μου έδωσε δυο χαστούκια και με έδιωξε. Γύρισα πίσω και τους διηγήθηκα τι συνέβη. Μου είπαν ότι είμαι μικρός και δεν κάνω για τέτοιες δουλειές και μου ζήτησαν να φύγω. Θυμάμαι ότι ο θείος μου σιγά- σιγά με έφερε μέχρι το Αίγιο και από εκεί περνώντας την Πάτρα και διάφορα μικρά χωριά, πήγα με τα πόδια στο χωριό μου». 
Η περιπέτεια του μικρού Ηλία συνεχίστηκε. «Στο χωριό μου, ήμουν ανεπιθύμητος από τους αντάρτες του ΕΑΜ και ο πατέρας μου έπρεπε να με απομακρυνθεί από το χωριό, είπε». 
«Αναγκάστηκα να πάω στο Πελόπιο, κοντά στον Πύργο σε μία θεία μου όπου έμεινα 5-6 μήνες. Υπήρχε μεγάλη πείνα, αφού δεν υπήρχε φαγητό». Το 1945 όταν τελείωσε ο πόλεμος, το κράτος έπαιρνε φαντάρους και χωροφύλακες και ο νεαρός Ηλίας θέλησε να καταταγεί, αλλά  η μικρή του ηλικία και το ύψος του δεν του επέτρεπαν. Σκέφτηκε να καταταγεί ως ναυτόπαις, επειδή το υπουργείο έπαιρνε νέους από ηλικίας 16 ετών και πάνω. 
Ο κ. Δημητρόπουλος, θυμάται: «Πήγα στην Αθήνα με ένα γράμμα του πατέρα μου και με διάφορα έγγραφα για να καταταγώ. Βρήκαν τον απόστρατο Γεώργιο Ζαφειρόπουλο, από το χωριό Δούκα, που πήγαινα σχολείο, ο οποίος ήταν γνωστός του πατέρα μου. Αυτός με πήρε από το Υπουργείο Ναυτικών και παρουσιάστηκα στον ναύαρχο Ζήση, ο οποίος όμως με βρήκε μικρό στην ηλικία. «Το Φεβρουάριο κλείνεις τα 16 και δεν μπορούμε να σε πάρουμε τώρα»,  μου είπε. Ο Ζαφειρόπουλος τον παρακάλεσε να με πάρει στο Υπουργείο και να μου δίνουν φαγητό. Όσο για ύπνο, θα με φρόντιζε αυτός. Έτσι και έγινε. Πήγαινα στο υπουργείο και έτρωγα πρωί, μεσημέρι και βράδυ. Εκεί χόρτασα κουραμάνα και φαγητό. Στις 10 Φεβρουαρίου , που έκλεινε η ηλικία μου, πρωί- πρωί με πήρανε με ένα τζιπ και με πήγανε στον Πειραιά, όπου συνάντησα και άλλα παιδιά. Περάσαμε από γιατρούς και από εκεί μας έστειλαν στο Ναύσταθμο του Σκαραμαγκά. Υπηρέτησα για πέντε χρόνια, με την ειδικότητα του ηλεκτρολόγου σε υποβρύχια. Μετά από πέντε χρόνια μου ζήτησαν να μείνω μόνιμος, αλλά δεν ήθελα και ήταν λάθος μου». 
Ο Ηλίας Δημητρόπουλος απολύθηκε κανονικά και άρχισε να εργάζεται ως βοηθός ηλεκτρολόγου στην Αθήνα. 
Στα χρόνια που ακολούθησαν γνώρισε και παντρεύτηκε τη γυναίκα του, Μαρία, κόρη ιερέα, η οποία γεννήθηκε κι αυτή στην Πέρσαινα αλλά ζούσε στο χωριό Άγιος Γεώργιος, έξω από τον Πύργο.    
Από το γάμο  τους γεννήθηκαν δύο παιδιά, ο Κώστας το 1952 και ο Γιώργος το 1957. 
Στην Ελλάδα, εργάστηκε ως ηλεκτρολόγος σε διάφορες και μεγάλες εταιρείες, όπως στη Φίλιπς, στη Ζίμενς, στη Βιοχάλκο, στα ναυπηγεία κ. α
Εργαζόταν στη «Φίλιπς» όταν αποφάσισε να έρθει στην Αμερική ως τεχνίτης ηλεκτρολόγος. 
Ήταν το 1970 και η Αμερική έπαιρνε διάφορους τεχνίτες. Ο κ. Δημητρόπουλος ήλθε σε επαφή με ένα γραφείο στη  Σταδίου, που φρόντιζε να στέλνει στην Αμερική μετανάστες για εργασία σε εταιρείες. Περισσότερο για ένα χρόνο μετά, ειδοποιήθηκε να περάσει από γιατρούς και να ετοιμαστεί να φύγει για Αμερική, όπως και έγινε. 
Ευτυχώς, που στην απόγνωση του όταν έφτασε στο αεροδρόμιο Κένεντι με τη γυναικά του και τα δύο μικρά του παιδιά, και δεν τους περίμενε κανείς για να τους παραλάβει και να τους πάει στο εργοστάσιο, για το οποίο ήλθε να εργαστεί, βρέθηκα ξαφνικά ο παλιός του φίλος Ηλίας Τριανταφύλλου. Ο οποίος πήρες την οικογένεια του κ. Δημητρόπουλου στο σπίτι του στην  40η Οδό του Μανχάταν και την άλλη οικογένεια που ήλθε επίσης από την Ελλάδα την πήγε σε ένα ξενοδοχείο στην 42η Οδό. 

1786654_orig.jpg
4283515_orig.jpg


Ο Τριανταφύλλου, προσφέρθηκε να βοηθήσει τις δυο οικογένειες, πληρώνοντας τα εισιτήρια να επιστρέψουν τις επόμενες μέρες οι δύο οικογένειες στην Ελλάδα. 
«Τον ρώτησα τι δουλειά κάνει ο ίδιος και μου απάντησε ότι εγώ δεν μπορώ να κάνω τη δίκη του δουλειά», είπε ο κ. Δημητρόπουλος. «Επέμενε, και μου είπε ότι πουλά παγωτά με καροτσάκι στους δρόμους. Με ήξερε ότι εργάζομαι ως ηλεκτρολόγος στην Ελλάδα και τις ελεύθερες ώρες μου να βοηθώ την γυναικά μου σε ένα παντοπωλείο που είχαμε. Πράγματι , μετά από δύο μέρες πήγα μαζί του. Για καλή μου τύχη, συνάντησα δύο καλούς ανθρώπους που προμήθευαν παγωτά και άλλα είδη, αυτός που στους δρόμους. Ήταν ο Μιχάλης Πάρπης και η σύζυγος του, Θεοδώρα. Τους εύχομαι ολόψυχα να τους έχει ο Θεός πάντα καλά. Είναι μία απόδειξη ότι υπάρχουν στην κοινωνία μας άνθρωποι σωστοί, με αγάπη και ενδιαφέρον για τους  άλλους. 
Σήμερα μένουν κάπου  κοντά στον Άγιο Δημήτριο στην Αστόρια. Οι άνθρωποι αυτοί με βοήθησαν, δίνοντας μου καροτσάκι και παγωτά για να πουλώ. Με βοήθησαν και ο κ. Τριανταφύλλου με τη γυναικά του Σούλα, που με έμαθαν σε ποια σημεία στην Πέμπτη   Λεωφόρο και στο  Σέντραλ Παρκ να πηγαίνω με το καροτσάκι μου». 
Ο κ. Δημητρόπουλος μη γνωρίζοντας την αγγλική γλώσσα, δεν ήξερε να μετρά τα χρήματα, ούτε τα είδη των παγωτών. «Μου ζητούσαν οι πελάτες κάποιο συγκεκριμένο παγωτό και εγώ έβαζα επάνω στο καροτσάκι όλα τα παγωτά για να διαλέξουν μόνοι τους», είπε. 
Την πρώτη Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, έκανα δικά μου 350 δολάρια. Μαζί με τα 250 που έφερα από την Ελλάδα, είχα συνολικά 600 δολάρια, ποσό που είχε μεγάλη αξία εκείνη την εποχή. Αποφάσισα λοιπόν να μην επιστρέψουμε στην Ελλάδα, αλλά να μείνουμε τελικά στην Αμερική». Τις επόμενες ημέρες νοίκιασε ένα μικρό διαμέρισμα στην 49η Οδό, μεταξύ 8ης και 9ης Λεωφόρου Μανχάταν. Τα παιδιά μεγάλωσαν και πήγαν στο Κολέγιο. Με τα χρήματα από τα καροτσάκια, αγόρασε δύο σπίτια στο Μπρούκλιν. 
Το 1975 πάλι με βοήθησε ο Μιχάλης Πάρπης με τη γυναίκα του Θεοδώρα, και μαζί με τον γαμπρό τους, Μάρκο Κατσιά, άνοιξα εστιατόριο στο Κόνεϊ Άϊλαντ, που αποδείχτηκε επικερδέστατο, αφού εκεί έκανε πολλά χρήματα. Δούλευαν 25 άτομα και το κράτησαν 10 χρόνια μέχρι που ένα βράδυ το έκαψαν άνθρωποι του υποκόσμου στους οποίους ο κ. Δημητρόπουλος αρνήθηκε να πληρώνουν «προστασία». Αργότερα οι δύο συνέταιροι άνοιξαν ένα άλλο εστιατόριο, επίσης στο Μπρούκλιν, το οποίο πούλησε στη συνέχεια. Έκτοτε ο κ. Δημητρόπουλος βγήκε στη σύνταξη. 
Ο κ. Δημητρόπουλος όταν ήταν στην Ελλάδα, και έμενε στην Αγία Βαρβάρα του Αιγάλεω είχε διατελέσει για έξι χρόνια πρόεδρος του Συλλόγου Επαγγελματιών και Βιοτεχνών της περιοχής. Ήταν επίσης πρόεδρος του Συλλόγου Φιλοπροόδων ο οποίος, επειδή υπήρχαν αντιρρήσεις από ορισμένους, μέσα σε μια νύχτα έχτισε με πρωτοβουλία του κ. Δημητρόπουλου νέα εκκλησια, τον προφήτη Ηλία, που σήμερα είναι μεγάλος ναός. Όλα τα χρόνια, επίσης, ο κ. Δημητρόπουλος ήταν οργανωμένο  μέλος στην ΕΡΕ και μετέπειτα στη Νέα Δημοκρατία.  
Από τότε ο κ. Δημητρόπουλος διατηρούσε σχέσεις με Έλληνες πολιτικούς με τους οποίους είχε στενές επαφές και στην Αμερική. Στη Νέα Υόρκη, διετέλεσε Αντιπρόεδρος και μέλος του Δ.Σ. του Πανηλειακού Συλλόγου, αντιπρόσωπος στην Ομοσπονδία Ελληνικών Σωματείων Νέας Υόρκης, ενώ πρωτοστάτησε μαζί με τους Νίκο Μαρινάκη, Μάρκο Μαρινάκη, Τάσο Κοκαλιάρη κα.. σε κινητοποιήσεις και εκδηλώσεις συγκεντρώσεις χρημάτων για τις προεκλογικές εκστρατείες του Μιχάλη Δουκάκη και του Πολ Τσόγκα. «Ακόμα θυμάμαι το παραλήρημα του κόσμου, που έσπευσε να δίνει χρήματα για τον Τσόγκα, στην επιτροπή του οποίου ήμουν ταμίας στην περιοχή μας», είπε. Ο κ. Δημητρόπουλος ήταν εκείνος που πήγε στη Βοστώνη στον Τσόγκα, 125.00 δολάρια, ποσό σημαντικό για την εποχή κείνη. 
Αυτό τον καιρό ο κ. Δημητρόπουλος συζητά με άλλα στελέχη της ομογένειας για τη δημιουργία οργάνωσης Ελληνοαμερικανών ψηφοφόρων που θα δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, για την οικονομική υποστήριξη ομογενών πολιτικών και θα βοηθά ενδιαφερόμενους να γίνουν Αμερικανοί πολίτες και να εγγράφονται στους εκλογικούς καταλόγους.

Πηγή:
«ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ»

Φωτογραφίες:  Τάσος Παπαμιχαλόπουλος
Φωτογραφίες:  Τάσος Παπαμιχαλόπουλος
Φωτογραφίες:  Τάσος Παπαμιχαλόπουλος
Φωτογραφίες:  Τάσος Παπαμιχαλόπουλος
Φωτογραφίες:  Τάσος Παπαμιχαλόπου�λος
Φωτογραφίες:  Τάσος Παπαμιχαλόπουλος
Φωτογραφίες:  Τάσος Παπαμιχαλόπουλος
Φωτογραφίες:  Τάσος Παπαμιχαλόπουλος
Φωτογραφίες:  Τάσος Παπαμιχαλόπουλος
Φωτογραφίες:  Τάσος Παπαμιχαλόπουλος
Φωτογραφίες:  Τάσος Παπαμιχαλόπουλος
Φωτογραφίες:  Τάσος Παπαμιχαλόπουλος
bottom of page